-
1 костюм
костюм м το κοστούμι· το ταγιέρ (дамский)' национальный \костюм η εθνική στολή· купальный \костюм το μαγιό* * *мτο κοστούμι; το ταγιέρ ( дамский)национа́льный костю́м — η εθνική στολή
купа́льный костю́м — το μαγιό
-
2 купальник
-
3 плавки
-
4 костюм
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > костюм
-
5 майолика
(искусство изготовлять изделия из обожжённой глины, покрытой непрозрачной глазурью и рисунком) η μαγιό-λικα, η μαγιολική.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > майолика
-
6 костюм
костюмм τό κοστούμι, ἡ φορεσιά, ἡ στολή/ τό ταγιέρ (дамский):национальный \костюм ἡ ἐθνική στολή· штатский \костюм τά πολιτικά (ροῦχα)· купальный \костюм τό μαγιό· лыжный \костюм κοστούμι γιά σκί· парадный \костюм ἡ ἐπίσημη στολή. -
7 купальный
купа||льныйприл λουτρικός:\купальный костюм τό μπανιερό, τό μαγιό, τό κουστούμι τοῦ μπάνιου. -
8 плавки
плавкимн. спорт. τό μαγιό. -
9 костюм
-а α.1. κοστούμι, ενδυμασία, αμφίεση, περιβολή, φορεσιά•национальный εθνική ενδυμασία•
спортивный костюм αθλητική στολή•
маскарадный костюм αποκριάτικη φορεσιά•
штатский костюм πολιτική περιβολή•
купальный костюм μαγιό.
2. ταγιέρ.εκφρ.в -е Адама – με ένδυμα Αδάμ (γυμνός)•в -е Евы – με φορεσιά της Εύας (γυμνή). -
10 купальный
επ.του μπάνιου•купальный костюм μαγιό, μπανιερό, κουστούμι του μπάνιου•
купальный сезон η εποχή του μπάνιου.
-
11 плавки
-вок πλθ. το μαγιό.
См. также в других словарях:
μαγιό — το ειδική περιβολή για θαλάσσια λουτρά, μπανιερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. maillot, κατά λέξη «φασκιές», πιθ. < maillol < maille «δαντελένια ζώνη, δίχτυ»] … Dictionary of Greek
Μάγιο, Έλτον Τζορτζ — (Elton George Mayo, Αδελαΐδα, Αυστραλία 1880 – Σάρεϊ, Αγγλία 1949). Αμερικανός κοινωνιολόγος. Ενώ συχνά θεωρείται ιδρυτής της νεότερης βιομηχανικής κοινωνιολογίας, ο Μ. είναι στην πραγματικότητα μόνο ένας από εκείνους που ασχολήθηκαν για πρώτη… … Dictionary of Greek
μαγιό — το άκλ. (λ. γαλλ.), ειδικό ένδυμα για το κολύμπι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Liste der unregelmäßigen Substantive im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… … Deutsch Wikipedia
Liste unregelmäßiger Substantive im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Nomen im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen — sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit individuellem Deklinationsschema … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Substantive — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… … Deutsch Wikipedia
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
καυσόξυλο — και καψόξυλο, το ξύλο που χρησιμοποιείται ως καύσιμη ύλη. [ΕΤΥΜΟΛ. καυσ. τού καίω + ξύλο (< ξύλο), πρβλ. μαγιό ξυλο, τηλεγραφό ξυλο. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Κωνσταντίνο Ασώπιο] … Dictionary of Greek